[10] Σχέδιο «Συνεπιμέλεια» | Γνώμη
ΧΡΟΝΙΚΗ ΣΥΝ – ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ,
ΕΝΑΛΛΑΣΣΟΜΕΝΗ ΔΙΑΜΟΝΗ,
ΚΑΙ ΨΥΧΙΚΗ ΥΓΕΙΑ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ
Σχόλια στο «Προσχέδιο Τροποποιήσεων Οικογενειακού Δικαίου»

Ξεκινώντας με την παραδοχή ότι όλα τα παιδιά έχουν ανάγκη από δύο γονείς που τα αγαπούν και τα φροντίζουν, που αντιλαμβάνονται τις ανάγκες τους και ανταποκρίνονται σε αυτές, βάζοντάς τες πάνω από τις δικές τους, και που συνεργάζονται αρμονικά μεταξύ τους με γνώμονα πάντοτε τι πραγματικά ωφελεί τα ίδια, είτε πρόκειται για “άθικτη” είτε για διασπασμένη οικογένεια, και με αφορμή την επιχειρούμενη Αναμόρφωση του Οικογενειακού Δικαίου, παρατίθενται τα ακόλουθα σχόλια στο “Προσχέδιο Τροποποιήσεων Οικογενειακού Δικαίου”.
Άρθρο | Δρ Κωνσταντία Λαδοπούλου,
Ψυχίατρος Παιδιού και Εφήβου
Συντονίστρια Διευθύντρια Ε.Σ.Υ. – Γ.Ν.Π.Α. «Παν. & Αγλ. Κυριακού»
Ως γνωστό, στη χώρα μας η δυνατότητα συν-επιμέλειας προβλέπεται ήδη από το Νόμο, και εφαρμόζεται. Αυτό που επιχειρείται με το ως άνω Προσχέδιο Νόμου, το οποίο προέκυψε μετά από πιέσεις από συλλόγους πατέρων που βρίσκονται σε σφοδρή αντιδικία με τις πρώην συζύγους τους, είναι η καθιέρωση της υποχρεωτικής συν-επιμέλειας σε όλες τις περιπτώσεις διαζυγίου κ.λπ.
Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από το δημοσιευθέν στον τύπο «Προσχέδιο Τροποποιήσεων Οικογενειακού Δικαίου», μέσω της «ισόχρονης παρουσίας και των δύο γονέων», Άρθρο 1511,2 ΑΚ, και της «εναλλασσόμενης διαμονής», Άρθρο 1514 3β ΑΚ, επιχειρείται να καθιερωθεί η χρονική συν-επιμέλεια, δηλαδή το παιδί να περνά το ήμισυ του χρόνου του με τον κάθε γονέα, εναλλάξ ανά ημέρα, ανά εβδομάδα, κ.ο.κ., και επομένως να εναλλάσσει κατοικία και τόπο διαμονής.
Περαιτέρω, σύμφωνα με το Άρθρο 1520 ΑΚ «όταν η επιμέλεια έχει ανατεθεί στον ένα από τους δύο γονείς προβλέπεται ότι ο συνολικός χρόνος που το τέκνο θα επικοινωνεί με τον γονέα με τον οποίο δεν διαμένει, δεν επιτρέπεται να είναι μικρότερος από το ένα τρίτο, υπολογιζόμενος είτε σε ετήσια βάση, είτε σε μηνιαία ή σε εβδομαδιαία βάση».
Επομένως, το παιδί θα εναλλάσσει γονέα και κατοικία, κατά το 50% ή τουλάχιστον κατά το 33% του χρόνου του.
Στην τελευταία περίπτωση υπάρχει ο κίνδυνος, προκειμένου να μη διαταραχθεί η σχολική τους φοίτηση, τα παιδιά να καταλήγουν να διαμένουν όλες τις εργάσιμες ημέρες με τον έχοντα την επιμέλεια γονέα, και όλα τα Σαββατοκύριακα και τις διακοπές με τον άλλο γονέα, με αποτέλεσμα μεγάλες στρεβλώσεις στην ανάπτυξη της σχέσης τους με καθένα από τους δύο γονείς. Θα βιώνουν, δηλαδή, μία απολύτως διχοτομική κατάσταση, όπου ο περιορισμένος χρόνος τους με τον έχοντα την επιμέλεια γονέα (λόγω σχολείου, μελέτης, και εξωσχολικών δραστηριοτήτων, και ταυτόχρονα εργασίας και οικιακών δραστηριοτήτων του γονέα) θα χαρακτηρίζεται από υποχρεώσεις και όρια, ενώ ο ποιοτικός χρόνος που θα περνούν με τον άλλο γονέα θα έχει ως κύριο χαρακτηριστικό την ευχαρίστηση. Με τον ίδιο διχοτομικό τρόπο, θα βιώνουν και τους δύο γονείς.
Επιπλέον, αυτό που επιχειρείται να θεσμοθετηθεί με το νέο Νομοσχέδιο είναι, σε περιπτώσεις αντιδικίας να μην αποφασίζει το Δικαστήριο την ανάθεση της επιμέλειας στον γονέα που θεωρεί καταλληλότερο να αναλάβει την ανατροφή του παιδιού, ρυθμίζοντας ανάλογα και την επικοινωνία με τον άλλο γονέα, αλλά υποχρεωτικά να απονέμεται συνεπιμέλεια, και εν τέλει εναλλασσόμενη διαμονή, κατά 50% ή κατ’ ελάχιστον κατά 33%.
Στις περισσότερες περιπτώσεις διαζυγίων οι γονείς είναι σε θέση να αποφασίσουν ποιο πραγματικά είναι το καλύτερο για τα παιδιά τους και να καταλήξουν στην κατάλληλη γι’ αυτά λύση. Συνήθως, είτε με μεταξύ τους συμφωνία είτε με δικαστική απόφαση, τα παιδιά περνούν με τον μη έχοντα την επιμέλεια γονέα, τις μισές διακοπές (θερινές, Χριστουγέννων, και Πάσχα), τα μισά Σαββατοκύριακα, και ένα με δύο απογεύματα κάθε εβδομάδα. Αθροιστικά, περί τις 100 ημέρες ετησίως, δηλαδή περίπου το 30% του χρόνου τους. Αυτός ο χρόνος, όμως, συμφωνείται από τους γονείς ή αποφασίζεται κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δεν είναι υποχρεωτικός, και μάλιστα ακόμη και στις περιπτώσεις όπου αυτό δεν είναι προς το συμφέρον των παιδιών ή/και αντενδείκνυται πλήρως.
Η προτεινόμενη υποχρεωτική χρονική συν-επιμέλεια και άρα εναλλασσόμενη διαμονή, σε ποσοστό από 33% έως 50%, είναι όχι μόνον ανέφικτη, για πρακτικούς λόγους, τα παιδιά θα διαμένουν εναλλάξ, π.χ. στην Αθήνα και σε ένα χωριό της Κορινθίας, ή ακόμη στη μια άκρη της Αττικής και στην άλλη, π.χ. στα Βίλια και το Λαύριο, θα βρίσκονται σε συνεχή μετακίνηση, θα αλλάζουν σχολείο ή θα κάνουν χιλιόμετρα καθημερινά για να παραμένουν στο σχολείο τους, θα είναι αδύνατον να διατηρούν τις εξωσχολικές τους δραστηριότητες, τις σχέσεις με συνομηλίκους, κ.λπ. Επιπλέον, στις περιπτώσεις ανασυντεθειμένων οικογενειών, θα υπάρχουν διάφοροι συνδυασμοί με γονείς, ετεροθαλή αδέλφια κ.λπ., με αποτέλεσμα να δημιουργείται μία χαοτική κατάσταση στην οποία τα παιδιά θα δυσκολεύονται να αντεπεξέλθουν, αλλά και καταστροφική για την ψυχοσυναισθηματική τους ανάπτυξη και υγεία, δεδομένου ότι τα παιδιά έχουν ανάγκη από σταθερότητα, στο περιβάλλον, τις συνθήκες ζωής, και τον τρόπο ανατροφής, και προβλεψιμότητα στην καθημερινότητα και στις απαιτήσεις των γονέων τους από αυτά.
Αλλιώς αναγκάζονται να αναπροσαρμόζονται συνεχώς σε διαφορετικό περιβάλλον, διαφορετικές συνθήκες ύπνου, διατροφής κ.λπ., διαφορετικό στυλ και κουλτούρα ανατροφής, έως διαφορετικά και συχνά αντικρουόμενα συστήματα αξιών. Δεν αποκτούν σταθερά σημεία αναφοράς, τα βρέφη και τα νήπια δεν μπορούν να αναπτύξουν τον απαραίτητο ασφαλή δεσμό με τη μητέρα – βάση για την μελλοντική τους ψυχική υγεία και την ομαλή ανάπτυξη της προσωπικότητας, βιώνουν έναν κόσμο απρόβλεπτο με αποτέλεσμα να βρίσκονται σε σύγχυση, και μία αποσπασματική πραγματικότητα που αποδιοργανώνει την ψυχική τους ισορροπία. Δεν μπορούν να αναπτύξουν το βασικό συναίσθημα εμπιστοσύνης προς τον κόσμο και τους ανθρώπους, με αποτέλεσμα να αποκτούν σταθερές και μόνιμες δυσκολίες στη δημιουργία σχέσεων με τους άλλους, δεν μπορούν να αναπτύξουν καλή εικόνα εαυτού με αποτέλεσμα χαμηλή αυτο-εκτίμηση και χαμηλή συναισθηματική διάθεση. Στην προσπάθειά τους να ευχαριστήσουν και τους δύο γονείς και να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις αλλά και τις προσδοκίες τους, και ευρισκόμενα σε μία συνεχή σύγκρουση αφοσίωσης ανάμεσα στους δύο γονείς -όπως συνήθως συμβαίνει στις περιπτώσεις διαζυγίων-, βρίσκονται σε ένα διαρκή αγώνα προσαρμογής και τροποποίησης της συμπεριφοράς τους σε δύο διαφορετικές πραγματικότητες, με αποτέλεσμα να εμφανίζουν άγχος και να δυσκολεύονται στην ανάπτυξη της αίσθησης εαυτού, την απόκτηση ταυτότητας, και τη δόμηση του ψυχισμού τους εν γένει.
Βιώνουν επαναλαμβανόμενες ρήξεις με αποτέλεσμα να νιώθουν συνεχώς θλίψη και θυμό, έχουν ενοχές καθώς πιστεύουν ότι τα ίδια είναι η αιτία για τις συνεχιζόμενες διαμάχες των γονέων τους, νιώθουν έντονο αίσθημα αδικίας που η ζωή τους ρυθμίζεται από αποφάσεις δικαστηρίων. Αναγκάζονται να παραμερίζουν τις δικές τους συναισθηματικές και αναπτυξιακές ανάγκες, γιατί οφείλουν να συμμορφωθούν σε ένα καθεστώς «δικαιοσύνης» στην κατανομή του χρόνου ανάμεσα στον ένα και τον άλλο γονέα, με αποτέλεσμα να υφίστανται τεράστια ψυχολογική πίεση, και εν τέλει, μέσω μίας αντιστροφής ρόλων, γονεοποιούνται και είναι αυτά που φροντίζουν για τις ανάγκες των γονέων τους. Επιπλέον, συνεχίζουν να βρίσκονται στο επίκεντρο έντονων συγκρούσεων ανάμεσα στους γονείς, δεδομένου ότι και αυτοί αναπόφευκτα δυσκολεύονται να χειριστούν τις συνεχείς αλλαγές και την επακόλουθη αναστάτωση στην καθημερινότητά τους. Ταυτόχρονα, και η ανάπτυξη της κοινωνικότητάς τους υπονομεύεται, καθώς λόγω της εναλλαγής περιβάλλοντος είναι πολύ δύσκολο να αναπτύξουν και να διατηρήσουν τις απαραίτητες κοινωνικές σχέσεις με συνομηλίκους.
Με άλλα λόγια η υποχρεωτική χρονική συν-επιμέλεια και η επακόλουθη εναλλασσόμενη κατοικία, ιδίως σε περιπτώσεις συγκρουσιακών διαζυγίων, αναγκάζουν τα παιδιά να λειτουργούν μέσα σε μία ασταθή, διαρκώς εναλλασσόμενη, και συχνά χαοτική πραγματικότητα, θέτουν σε κίνδυνο την ψυχική τους υγεία, και αυξάνουν την ευαλωτότητά τους για ανάπτυξη ψυχικής νόσου.
Η κατάσταση αυτή βέβαια είναι ακόμη πιο καταστροφική σε περιπτώσεις παιδιών που πάσχουν από αναπτυξιακές ή/και συναισθηματικές διαταραχές, και για το λόγο αυτό έχουν ακόμη μεγαλύτερη ανάγκη από σταθερότητα στο περιβάλλον και την ανατροφή, δυσκολεύονται ακόμη περισσότερο να προσαρμοστούν στις συνεχείς αλλαγές, με αναπόφευκτο αποτέλεσμα την πρόσθετη επιβάρυνσή τους και την επιδείνωση της συμπτωματολογίας τους.
Με τις αλλαγές που επιχειρούνται με το Προσχέδιο Νόμου, όλα αυτά θα συμβαίνουν κυρίως στις περιπτώσεις αντιδικίας, όπου οι γονείς δεν είναι σε θέση να καταλήξουν στις επωφελείς για τα παιδιά τους λύσεις, αλλά καταφεύγουν στα δικαστήρια για «προάσπιση» του συμφέροντος των παιδιών τους, που οι ίδιοι αδυνατούν να προστατεύσουν.
Από την άλλη μεριά, λόγω των προτεινόμενων τροποποιήσεων που κυριολεκτικά πλήττουν τα παιδιά, ελλοχεύει ο κίνδυνος πολλοί γονείς να εξαναγκάζονται σε διατήρηση ενός έντονα δυσλειτουργικού και επιβαρυντικού για τα παιδιά γάμου, ακριβώς γιατί θέλουν να τα προφυλάξουν από τις αρνητικές επιπτώσεις της εναλλασσόμενης ζωής κατά τα πιο κρίσιμα χρόνια της ζωής τους.
Έρευνες και δημοσκοπήσεις | Αξιοπιστία ή μη
Σε μια αναζήτηση βιβλιογραφίας στο διαδίκτυο μπορεί, βέβαια, κανείς να βρει κάθε είδους έρευνες, με ποικίλα ευρήματα και συμπεράσματα, και να τα χρησιμοποιήσει κατά το δοκούν. Είναι πολύ σημαντικό όμως να εξετάζεται πάντοτε η αξιοπιστία και η μεθοδολογία των ερευνών, οι πηγές προέλευσής τους και η πιθανή «σύγκρουση συμφερόντων», όπως ονομάζεται στην επιστημονική έρευνα, γιατί κάθε άλλο παρά αξιόπιστες είναι δημοσκοπήσεις από διάφορους συλλόγους γονέων, που προωθούν τις δικές τους θέσεις και απόψεις, ή από δικηγορικές εταιρείες που προωθούν τα δικά τους συμφέροντα παρουσιάζοντας ως «επιστημονική έρευνα» τη χορήγηση ερωτηματολογίων στους διαζευγμένους πελάτες τους.
Επιπλέον, πολλές από τις μελέτες αναφέρονται στις θετικές επιπτώσεις στη ζωή των γονέων, π.χ. πρόσφατα ομάδα γυναικών πανεπιστημιακών υπέρ της συν-επιμέλειας αναφέρθηκε στα δικαιώματα των γυναικών – μητέρων, ή άλλες αξιολογούν τη γνώμη των πατέρων, οι οποίοι και προτάσσουν τα δικά τους δικαιώματα. Το σημαντικό όμως δεν είναι οι γονείς, αλλά αυτά τα ίδια τα παιδιά. Όχι τα δικαιώματα των γονέων, αλλά τα δικαιώματα των παιδιών. Εξάλλου, η γονεϊκότητα είναι κατ’ εξοχήν κατάσταση υποχρέωσης προς τα παιδιά, και όχι ατομικών δικαιωμάτων των γονέων.
Είναι ενδεικτικό, επίσης, ότι οι μελέτες που αναφέρουν θετικά ευρήματα αφορούν συνήθως επιλεγμένα δείγματα παιδιών γονέων με λειτουργικά διαζύγια και χωρίς αντιδικία, που συνεργάζονται αρμονικά μεταξύ τους, που οι ίδιοι έχουν επιλέξει συν-επιμέλεια, και όπου οι συνθήκες, των οικονομικών συμπεριλαμβανομένων, είναι ευνοϊκές για την εφαρμογή της. Δεν είναι αντιπροσωπευτικές για τα παιδιά εκείνα όπου η χρονική συνεπιμέλεια έχει επιβληθεί ως Σολομώντειος λύση μετά από σφοδρή αντιδικία των γονέων τους. Ούτε οι μελέτες, και πολύ περισσότερο ούτε η κλινική πρακτική, υποστηρίζουν την συνεπιμέλεια ως λύση σε συγκρουσιακά διαζύγια. Επομένως, τα ενδεχόμενα θετικά ευρήματα ορισμένων μελετών, δεν αντανακλούν το ποσοστό του χρόνου που μοιράζονται τα παιδιά με καθένα από τους γονείς τους, αλλά τη θετική επίδραση της συνεννόησης και συνεργασίας των γονέων μεταξύ τους.
Ιδιαίτερα, σημαντικές θα ήταν, βέβαια, και μελέτες σε βάθος χρόνου που θα εξετάζουν τα μακρόχρονα αποτελέσματα στους ενήλικες πλέον, που ως παιδιά μεγάλωσαν με εναλλασσόμενη διαμονή, σε μία διαρκή μετακίνηση. Εξάλλου, η ανάγκη υλοποίησης προοπτικών μελετών αναφέρεται ως ένας από τους περιορισμούς των αποτελεσμάτων της υπάρχουσας έρευνας, αλλά και ως απαραίτητος στόχος των μελλοντικών μελετών.
Τέλος, σε σχέση με την αναφερόμενη σε διάφορα μέσα μαζικής ενημέρωσης κατάσταση που αφορά Σκανδιναβικές χώρες και την εφαρμοζόμενη σε αρκετές περιπτώσεις χρονική συν-επιμέλεια, θα πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν, όχι μόνον τα πολλά θετικά χαρακτηριστικά των χωρών αυτών, όπως το υψηλό βιοτικό επίπεδο, οι ανεπτυγμένες Υπηρεσίες πρόνοιας και προστασίας των παιδιών, το υψηλό εκπαιδευτικό επίπεδο κ.ά., που είναι βοηθητικά στις περιπτώσεις ενδεχόμενης συν-επιμέλειας, αλλά και τα υψηλά ποσοστά ψυχικών διαταραχών, χρήσης αλκοόλ και ουσιών, αυτοκτονιών κ.λπ., στις κοινωνίες αυτές, με την υπενθύμιση ότι η ψυχική υγεία των ενηλίκων αντανακλά σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο με τον οποίο βίωσαν την παιδική τους ηλικία.
Εξάλλου, από μελέτες που αφορούν τη Σουηδία, τις οποίες και οι σύλλογοι πατέρων επικαλούνται, δεν έχει αποδειχθεί ότι η χρονική συνεπιμέλεια και η εναλλασσόμενη διαμονή είναι η καλύτερη λύση, άλλως θα είχε θεσμοθετηθεί υποχρεωτική συν-επιμέλεια στη χώρα αυτή. Αξίζει να σημειωθεί ότι στη Σουηδία κάθε συμφωνία των γονέων μετά το διαζύγιο κ.λπ. σχετικά με τα παιδιά τους, ελέγχεται υποχρεωτικά από την αρμόδια τοπική Κοινωνική Υπηρεσία, εγκρίνεται ή όχι με γνώμονα το συμφέρον των παιδιών, και επανελέγχεται όποτε χρειαστεί.
Οι βεβαιότητες
Η έγκυρη επιστημονική βιβλιογραφία, αλλά κυρίως η κλινική πρακτική, είναι σαφείς ως προς την ανάγκη των παιδιών για συνεχή παρουσία δύο γονέων που τα αγαπούν και τα φροντίζουν, και με ωριμότητα βάζουν σε προτεραιότητα τις ανάγκες των παιδιών σε πρώτο πλάνο – και όχι τις δικές τους, είτε πρόκειται για συντροφιά είτε για αντεκδίκηση. Και στις περιπτώσεις διαζυγίων αυτή η γονεϊκή φροντίδα πρέπει να διασφαλίζεται.
Εξίσου σαφής, όμως, και αποδεδειγμένη είναι και η απόλυτη ανάγκη των παιδιών για σταθερότητα και συνέχεια στην ανατροφή και στο περιβάλλον στο οποίο ζουν. Όλων των παιδιών, από τη βρεφική και την πρώιμη παιδική ηλικία (0-3 ετών), στην οποία ΑΠΑΓΟΡΕΥΟΝΤΑΙ οι αποχωρισμοί από τη μητέρα, μέχρι την εφηβεία, όπου η ύπαρξη σταθερών κανόνων και ορίων από τη μεριά των γονέων είναι αποφασιστικής σημασίας. Σημειώνεται ότι οι πρώιμες ρήξεις στη συνέχεια της φροντίδας αποτελούν τον κυριότερο παράγοντα κινδύνου για ανάπτυξη κατάθλιψης, τόσο στην παιδική ηλικία όσο και αργότερα στην ενήλικη ζωή.
Είναι αποδεδειγμένη, η ανάγκη των παιδιών για σταθερότητα, που θα επιτρέψει την ανάπτυξη υγιούς ψυχισμού και ισορροπημένης προσωπικότητας, και όχι – υπό το πρίσμα μιας κακώς εννοούμενης ισότητας στα δικαιώματα των δύο γονέων – η υποχρέωση για αέναη προσαρμογή τους σε δύο διαφορετικές πραγματικότητες εναλλάξ, η οποία αναπόφευκτα θα πλήξει την ψυχοσυναισθηματική και κοινωνική τους ανάπτυξη, και θα υπονομεύσει την ψυχική τους υγεία, όχι μόνον άμεσα αλλά και μακροχρόνια.
Σε σχέση με τις εύλογες ανησυχίες των γονέων για την ποιότητα της σχέσης που θα αναπτύξουν με τα παιδιά τους, επισημαίνεται ότι ο κάθε ένας από τους δύο γονείς είναι αυτός ο οποίος θα καθορίσει και τη σχέση του με το παιδί, όπως επίσης και τη γνώμη που τελικά θα διαμορφώσει το παιδί του γι’ αυτόν, και όχι το ποσοστό του χρόνου, ούτε το σπίτι στο οποίο θα μένει το παιδί, ούτε ο άλλος γονέας, ό,τι κι αν κάνει αυτός είτε για να τον υπονομεύσει είτε ακόμη και για να τον προστατεύσει στα μάτια του παιδιού.
Η Δικαιοσύνη
Σε ό,τι αφορά την εκτίμηση από το Δικαστήριο της γνώμης των παιδιών σε σχέση με θέματα που αφορούν τη γονική μέριμνα, και την αναφερόμενη στο νέο Άρθρο 1511 ΑΚ προϋπόθεση ότι αυτή θα συνεκτιμάται εφόσον “δεν αποτελεί προϊόν καθοδήγησης ή υποβολής”, είναι σημαντικό να ληφθεί υπ’ όψιν ότι η γνώμη του παιδιού πρέπει να αξιολογείται με ιδιαίτερη προσοχή, καθώς μπορεί να επηρεάζεται από ποικίλους συνειδητούς ή ασυνείδητους λόγους, όπως το παιδί να μη θέλει να δυσαρεστήσει κανέναν από τους δυο γονείς, να φοβάται κάποιον από αυτούς, ή ακόμη και να προτιμά τον γονέα που είναι πιο επιτρεπτικός (π.χ. στη χρήση οθόνης και διαδικτύου).
Σε ό,τι αφορά την απαγόρευση αλλαγής τόπου διαμονής του παιδιού, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του άλλου γονέα, η οποία ψηφίστηκε ως τροπολογία σε Νομοσχέδιο του Υπουργείου Οικογενειακού το καλοκαίρι του 2020 αποτελώντας πλέον το άρθρο 1519 ΑΚ, και επανέρχεται στο παρόν Προσχέδιο Νόμου, πέρα από το ότι απαγορεύει τη συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία μετακίνησης των εχόντων την επιμέλεια γονέων, προσβάλλει και την αρχή της ισότητας, δεδομένου ότι δεν προβλέπει αντίστοιχη απαγόρευση και για τον άλλο γονέα, τον οποίο επίσης έχει ανάγκη το παιδί. Επιπλέον, στην πραγματικότητα σπανίως υπάρχει απόφαση του έχοντος την επιμέλεια γονέα για αλλαγή τόπου διαμονής σε λειτουργικά διαζύγια. Σε κάποιες λίγες, αν και πολύ άσχημες, περιπτώσεις μπορεί όντως να οφείλεται σε λόγους αντεκδίκησης, ή σε κάποιες άλλες σε λόγους επιδίωξης καριέρας. Στη συντριπτική πλειοψηφία, όμως, επιβάλλεται από τις συνθήκες. Συνήθως πρόκειται για μητέρες που είτε αδυνατούν να αναθρέψουν τα παιδιά τους, π.χ. άνεργες μητέρες χωρίς οικονομική βοήθεια ή οποιαδήποτε άλλη στήριξη από τους πατέρες στην ανατροφή των παιδιών και οι οποίες για βιοποριστικούς και πρακτικούς λόγους επιστρέφουν στον τόπο διαμονής της πατρικής τους οικογένειας, είτε πρόκειται για μητέρες που για σοβαρούς λόγους αναγκάζονται να φύγουν από ακατάλληλες για τα παιδιά καταστάσεις, ακριβώς για να τα προστατεύσουν από αυτές. Βεβαίως, στις περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει συμφωνία, θα κρίνει το Δικαστήριο, όμως επειδή πάντοτε υπάρχει ο κίνδυνος να συντηρείται μία μακρόχρονη αντιδικία και η αμετάκλητη απόφαση να ληφθεί μετά από πολλά χρόνια, ακόμη και μετά την ενηλικίωση των παιδιών, είναι σημαντικό να προβλεφθεί με κάποιο τρόπο η δυνατότητα άμεσης ρύθμισης ανάλογων προβλημάτων.
Εξάλλου ένα από τα δυσάρεστα επακόλουθα σε περίπτωση ψήφισης του ως άνω Προσχεδίου Νόμου φαίνεται να είναι η αύξηση αντιδικιών των γονέων, που θα καταφεύγουν στα Δικαστήρια για επίλυση των διαφορών που θα προκύπτουν από την εφαρμογή των διατάξεών του.
Τι οφείλουμε στα παιδιά
Στη διεθνή επιστημονική βιβλιογραφία, τα παιδιά των συγκρουσιακών διαζυγίων είναι γνωστά ως «τα παιδιά του Αρμαγεδδώνα». Στόχος, λοιπόν, του νέου Νομοσχεδίου πρέπει να είναι η προστασία των παιδιών, με περιορισμό των αντιδικιών μέσω της θεσμοθέτησης του Οικογενειακού Δικαστηρίου για την επίλυση των διαφορών των γονέων. Ενός Δικαστηρίου το οποίο, επικουρούμενο από σώμα εξειδικευμένων ψυχιάτρων παιδιού και εφήβου, ψυχολόγων, και κοινωνικών λειτουργών, θα αποφασίζει για την κατάλληλη για το συγκεκριμένο παιδί μορφή επιμέλειας, αξιολογώντας τις διαφορετικές σε κάθε περίπτωση συνιστώσες, χωρίς να υποχρεούται να εφαρμόζει μέτρα ποσοστιαίας κατανομή τους χρόνου, που δεν λαμβάνουν υπόψη τα ατομικά χαρακτηριστικά του παιδιού, των γονέων, και του περιβάλλοντος, και τα οποία τελικά θα επιτείνουν τις συγκρούσεις και θα συντηρούν την αντιδικία. Να αποφασίζει δηλαδή για το ποιος γονέας είναι σε θέση να παρέχει την πιο κατάλληλη και πιο επαρκή χρονικά γονεϊκή φροντίδα, ενώ ταυτόχρονα θα διασφαλίζει την συστηματική επικοινωνία και τη διατήρηση της σχέσης και με τον άλλο γονέα.
Μάλιστα, στόχος του νέου Νομοσχεδίου θα έπρεπε να είναι η πρόβλεψη για επίλυση των προβλημάτων πριν και έξω από το Δικαστήριο, με την παροχή αποτελεσματικής υποστήριξης από εξειδικευμένους διαμεσολαβητές και ειδικούς ψυχικής υγείας, που αφού αξιολογήσουν τις ανάγκες των παιδιών σε κάθε ξεχωριστή οικογένεια, θα βοηθούν τους γονείς να υποστηρίξουν την κατάλληλη κάθε φορά ρύθμιση.
Τέλος, στόχος του νέου Νομοσχεδίου και της Πολιτείας, γενικότερα, πρέπει να είναι η προάσπιση της ψυχικής υγείας παιδιών και γονέων, και η πρόβλεψη για ανάπτυξη Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικών Υπηρεσιών, που θα παρέχουν υποστήριξη και συμβουλευτική, και θα έχουν υπό την εποπτεία τους τα παιδιά των διασπασμένων οικογενειών. Αλλά και τους γονείς τους. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν το συνεχώς αυξανόμενο ποσοστό διαζυγίων, πρόκειται για ανάπτυξη στρατηγικών πρόληψης και για εφαρμογή κοινωνικών πολιτικών που θα προωθήσουν το επίπεδο ψυχικής υγείας του συνόλου του πληθυσμού.
Με τους προαναφερθέντες τρόπους, θα ενισχυθεί η παροχή της απαραίτητης για τα παιδιά κατάλληλης και σταθερής γονικής φροντίδας, ιδίως σε περιπτώσεις γονέων που αδυνατούν για προσωπικούς, ψυχικούς και κοινωνικούς λόγους να την προσφέρουν, θα προωθηθεί η ανάπτυξη υγιών σχέσεων γονέων-παιδιών, θα απομακρυνθεί το ενδεχόμενο της γονικής αποξένωσης, και θα δοθεί η δυνατότητα στα παιδιά να αναπτύξουν υγιή προσωπικότητα και να απολαμβάνουν ψυχική υγεία και ευεξία, όχι μόνον ως παιδιά αλλά και στο μέλλον, ως ενήλικες και ως γονείς.
Το παρόν κείμενο δεν αποτελεί άρθρο προς δημοσίευση σε επιστημονικό περιοδικό, ούτε εξαντλεί το θέμα, βασίζεται όμως στο θεωρητικό υπόβαθρο της Παιδοψυχιατρικής επιστήμης και την πολύχρονη κλινική εμπειρία.
Απάντηση