[9] Σχέδιο «Συνεπιμέλεια» | Γνώμη

Ποια «Συνεπιμέλεια»;

Η θέση του isotita.eu για την επιχειρούμενη τροποποίηση του Οικογενειακού Δικαίου με στόχο την διαστροφή των εννοιών της Επιμέλειας, της Επικοινωνίας και της Διατροφής.
Άρθρο του Κ. Δραγάτη

Στο εσωτερικό κάθε νοήματος των προτεινόμενων τροποποιήσεων η νομοθέτηση που προτείνει η ηγεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης έχει φυλετικά, ταξικά και προκαθορισμένα οικονομικά/ωφελιμιστικά χαρακτηριστικά υπέρ συγκεκριμένων συμφερόντων. Στην εποχή που διάγουμε και εκτιμώντας το γενικό χαρακτήρα και προσανατολισμό που έχει η όλη ασκούμενη πολιτική της παρούσας κυβέρνησης που κίνησε τη διαδικασία, δεν μπορεί παρά να μην εκληφθεί και αυτή η πρωτοβουλία της ως μία ακόμη προσπάθεια εξόφλησης γραμματίων, μίας διεκπεραίωσης ατζέντας, στο πλαίσιο μίας νεοφιλελεύθερης και νεοδεξιάς ατζέντας που προωθείται από αντίστοιχα κόμματα σε όλο τον κόσμο. Με οπισθοδρομική πορεία, βαθιά αναχρονιστική υποστηρίζεται η επανενίσχυση της πατριαρχίας. Εκτός από άδικο και αποτρόπαιο μοντέλο οικογένειας, είναι και επιστημονικά τεκμηριωμένος πυλώνας του εξίσου άδικου, μεροληπτικού οικονομικο – πολιτικού συστήματος που βιώνουμε, το οποίο χαρακτηρίζεται από τη συνεχή, ενίσχυση του πλουτισμού μίας άναρχης ολιγαρχίας κεφαλαίου, εις βάρος όλων των υπολοίπων, δηλαδή των μεσαίων, μικρομεσαίων και φτωχών τάξεων.


Σχεδόν κάθε λέξη του υπό πρόταση σχεδίου νόμου αλλαγών για το οικογενειακό δίκαιο, εφόσον περάσει στη νομοθεσία:
1) θα αποτελεί ήττα για τους αγώνες δεκαετιών ανθρώπων δημοκρατικών που αγωνίστηκαν, πολλές φορές με τραγικές συνέπειες για τους ίδιους και τις οικογένειες τους, όχι για να ανατρέψουν το παρόν οικονομικό – πολιτικό σύστημα, αλλά για να το εκδημοκρατικοποιήσουν κατά τα βασικά στον τομέα του οικογενειακού δικαίου. Που υπάρχει για να στηρίζει σε ορθολογικές, σύγχρονες και δημοκρατικές αρχές την κοινωνία στον πυρήνα της, δηλαδή στην οικογένεια και για να ορίζει τις σχέσεις και ισορροπίες μεταξύ των ανθρώπων που την απαρτίζουν, είτε αυτοί βρίσκονται σε μία κοινή στέγη, είτε όχι πια. Με αυτή την έννοια, ο Υπουργός Δικαιοσύνης, κ. Κ. Τσιάρας, εισηγούμενος αυτές τις τροποποιήσεις στο οικογενειακό δίκαιο δεν στρέφεται εναντίον κάποιων κεντρώων, αριστερών, κομμουνιστικών και φεμινιστικών αντιλήψεων, αλλά στρέφεται ευθέως εναντίον βασικών θεωρητικών, εξεχόντων παραγόντων και πολυάριθμων μελών που απαρτίζουν ως φιλελεύθερες/-οι τα αστικά κεντροδεξιά κόμματα. Γυναίκες και άνδρες που έχουν αγωνιστεί, ώστε οι γυναίκες να μην είναι εξαρτημένες, απειλούμενες, δέσμιες από τους συζύγους ή πρώην συζύγους για κοινωνικούς και οικονομικούς λόγους, αλλά να έχουν τις προϋποθέσεις να συνεργάζονται μαζί τους για το καλό των παιδιών τους και την εξέλιξη των εαυτών τους.    

2) Για τα μέλη του φεμινιστικού κινήματος, αλλά και εκείνες και εκείνους που αγωνίζονται για την χειραφέτηση των γυναικών όχι με μονομέρεια επί του φύλου, όχι ασύνδετα και ξεκομμένα από την προοπτική της αλλαγής του οικονομικο-πολιτικού παραδείγματος που γεννά (και) τις έμφυλες διαφορές, οι συγκεκριμένες προτάσεις του Υπουργού αποτελούν πόλεμο, πραγματική ύβρη. Δεν συνιστούν μόνο προσπάθεια προνομιακής διευθέτησης αιτημάτων ενός ακροδεξιού κοινού που επιθυμεί να ικανοποιήσει για εκλογο-πελατειακούς λόγους, για το όφελος του «ταμείου» της Κυβέρνησης και του κόμματος στο οποίο ανήκει ο κ. Κ. Τσιάρας, αλλά για πολύ μεγάλου μεγέθους κεκρόπορτα για να καταργηθούν τα ελάχιστα αμυντικά στοιχεία ενάντια στην εξουσιαστική σχέση ανθρώπου από άνθρωπο στο πλαίσιο των οικογενειακών σχέσεων. Δηλαδή στην κυτταρική δομή της κοινωνίας. Σκοπός είναι η αντικατάσταση του βασικού/ελάχιστου πλαισίου ισότητας φύλων και δικαίου που είχε κατακτηθεί με αγώνες και αίμα από το δημοκρατικό τόξο (φιλελεύθεροι, σοσιαλδημοκράτες, αριστεροί, κομμουνιστές) το 60’ και 70’ το οποίο κυρώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 80’. Επιδιώκεται η επιστροφή σε σκληρού τύπου πατριαρχία που θα επηρεάζει με αβάσταχτη ανισότητα, οικονομικό κόστος, διαρκή καταπίεση και βία τους νέους γάμους και συμβιώσεις, αλλά και τη ζωή των μελών της οικογένειας που βρίσκονται ή που πρόκειται να βρεθούν στην μετά το διαζύγιο περίοδο. Ως απότοκο θα έχουμε κάτι πολύ χειρότερο: να καλλιεργηθεί ξανά μία ολόκληρη νέα γενιά μέσα σε καταπιεστικές σχέσεις σκληρής πατριαρχίας τις οποίες θα εκλαμβάνει σαν φυσικές, σαν παράδοση που θα πρέπει να κρατηθεί, κάτι σαν θρησκεία. Όλοι οι αγώνες για εκδημοκρατισμό της οικογένειας από τις αρχές του 20ου αιώνα μέχρι σήμερα, μπορεί να πρέπει να ξαναδοθούν στο μέλλον.



ΕΡΩΤΗΣΗ: Συνεπώς, για ποιους βούλεται να νομοθετήσει ο κ. Τσιάρας;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Για μία ελάχιστη μειοψηφία κυρίως ανδρών (και ίσως των μαμάδων τους από τις οποίες δεν μπόρεσαν να απογαλακτισθούν ποτέ) που εμφανίζονται ότι αδικούνται από το νόμο ως έχει για την επιμέλεια, αλλά κυρίως για ένα οικονομικό λόμπι που δρα στο παρασκήνιο και χρηματοδοτεί πλουσιοπάροχα τον αναχρονισμό στο οικογενειακό δίκαιο. Δρα τόσο στην Ελλάδα, όσο και σε πολλές άλλες χώρες, όπως τις Η.Π.Α. αλλά και στους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Πρόκειται για ένα φόρουμ συμφερόντων που συνδέει την ενίσχυση της πατριαρχίας με την ισχυροποίηση και ανακαίνιση του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, για να συνεχίζει να κερδίζει εις βάρος ανδρών και γυναικών, σίγουρα αδιαφορώντας για το καλό και το μέλλον των παιδιών τους, τα οποία εργαλειοποιεί σαν αποκτήματα για τους σκοπούς του.





Τι θα μπορούσε να γίνει;

Αν επιθυμεί ο Υπουργός Δικαιοσύνης να βοηθήσει τις σχέσεις των μελών των οικογενειών κυρίως κατά τη διάρκεια, αλλά και μετά το γάμο, θα ήταν λογικό και σύγχρονο με την εποχή μας να εισφέρει νομοθεσία και πολιτικές που θα επιλύουν τα τραγικά προβλήματα έλλειψης εργασίας και επαρκών μισθών και εσόδων για άνδρες και γυναίκες που έχει επιφέρει η δεκάχρονη κρίση των μνημονίων και η πρόσφατη πανδημία.  Είναι οι γονείς με υποχρέωση διατροφής από την εργατική τάξη, τους ελεύθερους επαγγελματίες, τους μικροκαταστηματάρχες, πόσο μάλλον τους εκατοντάδες χιλιάδες ανέργους, οι οποίοι δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν πλέον στις υποχρεώσεις τους προς την μετά το διαζύγιο οικογένεια. Όχι μερικοί εύποροι που από εγωτισμό αρνούνται να διαχειρίζεται η πρώην σύζυγος τους τη διατροφή προς το παιδί τους.

Ας μην ξεχνάμε ότι η ραγδαία επιδείνωση στα οικονομικά της οικογένειας είναι εδώ και δέκα χρόνια πλέον η βασική αιτία για την εκρηκτική αύξηση διαζυγίων με διαφορά από όλες τις άλλες αιτίες. Η υπερεργασία (συνήθως απλήρωτη) και οι δύο και τρεις δουλειές που χρειάζεται να κάνουν οι γονείς για να ανταπεξέλθουν είναι η βασική αιτία πρακτικής αποξένωσης με τα παιδιά τους ήδη πολύ προ του διαζυγίου. Αυτά αντιμετωπίζονται με νομοθεσία για αναδιανομή του πλούτου προς τα κάτω, εργατική νομοθεσία και συλλογικές συμβάσεις εργασίας και όχι με νομοθεσία για δήθεν «συνεπιμέλεια».

Αν ο Υπουργός ενδιαφέρεται πραγματικά για τον χρόνο που οι γονείς θα μοιράζονται για την ανατροφή του παιδιού τους, θα πρέπει να φροντίσει να υπάρχουν σε κάθε δήμο της Ελλάδας επαρκείς δομές για τη φύλαξη και εκπαιδευτική φροντίδα των παιδιών τις ώρες εργασίας, ώστε να μένουν χρήματα και χρόνος στους ενήλικες και στα παιδιά για να παίζουν μαζί και έτσι, να μην διαρρηγνύονται οι δεσμοί. Αν θέλει να στηρίξει τα νέα ζευγάρια θα πρέπει να νομοθετήσει για να υπάρχουν στα δημόσια νοσοκομεία άψογες συνθήκες για τη γέννηση παιδιών, τον εμβολιασμό τους και την περίθαλψή τους. Αν θέλει να χωρίζουν όσο το δυνατόν λιγότερα ζευγάρια, εκτός από τις παραπάνω ελάχιστες οικονομικές συνθήκες, θα πρέπει να νομοθετήσει και να χρηματοδοτήσει για να υπάρχουν σε κάθε δήμο δομές δωρεάν ψυχολογικής και κοινωνικής στήριξης των νέων γονιών για να αντέξουν τις απάνθρωπες «πιέσεις» που υφίστανται από την οικονομική κατάσταση και να μην διαλύσουν το γάμο τους.

Αν ο Υπουργός ενδιαφέρεται πραγματικά για το χρόνο που τα παιδιά θα περνούν με τους διαζευγμένους γονείς, ας νομοθετήσει και χρηματοδοτήσει κίνητρα, ώστε να υποβοηθείται ο γονιός που αποχωρεί από την πρώτη κοινή κατοικία – όταν οι πόροι του δεν επαρκούν – ώστε να μπορεί να αποκτά νέα κατοικία κοντά στην παλαιά. Να νομοθετήσει και να χρηματοδοτήσει τις γυναίκες που δεν μπορούν να λάβουν διατροφή από πρώην συζύγους οι οποίοι αποδεδειγμένα αδυνατούν να στηρίξουν οικονομικά τις υποχρεώσεις τους εξαιτίας ανεργίας ή αναδουλειάς ή υποαπασχόλησης  από τις αλλεπάλληλες κρίσεις, αλλά και διαχρονικά προβλήματα, όπως εξαρτήσεις κλπ. Να νομοθετήσει και να χρηματοδοτήσει την λειτουργία εξειδικευμένων οικογενειακών δικαστηρίων με την υποστήριξη ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών, ώστε να μπορεί να δίνεται η επιμέλεια εκεί που πρέπει, όπως πρέπει, στον χρόνο και την εποχή που πρέπει, να διευθετούνται τυχόν καταχρηστικές συμπεριφορές και έτσι, να συνεχίσει να προφυλάσσεται η ισότητα στην γονική μέριμνα• που είναι υπαρκτή υπόθεση στο παρόν νομικό σύστημα, που είτε αγνοείται, είτε σκόπιμα υποτιμάται από τους σημερινούς αναθεωρητές και που είναι το μείζον θέμα για το καλό του παιδιού. Όχι να σχεδιάζονται νομοθεσίες που «κλείνουν το μάτι» σε ιδιώτες δικηγόρους και ψυχολόγους για νέα πελατεία και «χρυσές δουλειές», προκειμένου να ισοφαρισθούν οι απώλειες τους από την κρίση, με την αξιοποίηση της εξώθησης σε αέναη «αλληλοσφαγή» των γονιών που προωθεί το ίδιο το Κράτος.

Εν κατακλείδι, αυτό που δεν επιτρέπεται σε καμία κυβέρνηση είναι: να προωθεί πολιτικές που πυροδοτούν τον κοινωνικό αυτοματισμό, να προσπαθεί να επιλύσει τραγικές επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης με αλληλοσπαραγμό μεταξύ κοινωνικών ομάδων. Είναι ντροπή μάλιστα, αυτά να σχεδιάζονται στο όνομα των παιδιών της γενιάς μας.
Με ενάμιση εκατομμύριο άνεργες και άνεργους, με το 60% των εργαζόμενων να λαμβάνουν 550 ευρώ μισθό, με το 50% του πληθυσμού να βρίσκεται γύρω από το όριο της φτώχειας, είναι δυνατόν να προωθείται νομοθεσία – εν μέσω πανδημίας – που θα υπεραυξάνει την ανάγκη για δίκες και έξοδα δικαστηρίων και δικηγόρων, νομικές διαμεσολαβήσεις (προδικαστικός ή μεταδικαστικός θεσμός), ψυχολογικές γνωματεύσεις κλπ; Όλη αυτή δε η οικονομία εξόδων «θεσμοθετείται» στο επίπεδο των ιδιωτών, χωρίς συμμετοχή του Κράτους.
Επιπλέον, να τονίσουμε ότι οι παραπάνω δυσμενείς αριθμοί δεν είναι μοιρασμένοι στον πληθυσμό, αλλά εις βάρος του γυναικείου μέρους του.  


Ποιος ορέγεται τη “συνεπιμέλεια”
ως νέο πεδίο κερδοσκοπίας;

Υπάρχει μερίδα επαγγελματιών που η ειδικότητά τους λαμβάνει επάρκεια για αδειοδότηση με προϋπόθεση την ολοκλήρωση σπουδών στο πανεπιστήμιο. Κάθε τέτοιος τελειόφοιτος πανεπιστημίου μπορεί να καθίσταται επαγγελματίας της ειδικότητας του και να προσπορίζεται από την άσκησή της. Όμως δεν σημαίνει ταυτόχρονα ότι καθίσταται λειτουργός της επιστήμης του με την έννοια της υποχρέωσης να υπηρετεί την επιστημονική αλήθεια και τη διάθεσή της αδιαμεσολάβητα – όπως ακριβώς είναι – στην κοινωνία για την πρόοδο της και την ωφέλεια των μελών της.

Στην εποχή μας είναι πολύ συχνό το φαινόμενο – εν είδη μάστιγας και εγγενούς στοιχείου της καπιταλιστικής κρίσης – η επιστήμη να εργαλειοποιείται, να μετασχηματίζεται σε επιστημονικοφάνεια και η τελευταία να παρέχεται με το αζημίωτο για να υποστηρίξει πολιτικές και οικονομικές σκοπιμότητες ομάδων συμφερόντων. Συμβαίνει μάλιστα, να εξελίσσονται οι λεγόμενες εκλεκτικές συγγένειες. Το συμφέρον μίας ομάδας «Α» να επιδιώκεται με δράσεις, και παράλληλα, να εξελίσσονται με άλλη ή παρόμοια μορφή από μία άλλη ομάδα «Β» ενέργειες που υποβοηθούν και προωθούν τον ίδιο στόχο και κοινά συμφέροντα.

Στην υπόθεση του θεσμού της οικογένειας δεν αποτελεί πανάκια ούτε η ψυχολογία, ούτε η δικηγορία. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι οι προϋποθέσεις για αγαπημένη οικογένεια υπό οποιαδήποτε μορφή είναι αυτό που συμφέρει τα άτομα, αλλά και το κοινωνικό σύνολο. Σε αυτήν την προοπτική πρέπει μία πολιτεία να συνεχίσει να δίνει τις κύριες δυνάμεις της και τους πόρους της, με χρήματα, αρμόδιους υποστηρικτικούς φορείς και επιστημονική αρωγή. Πρόκειται για ζητήματα άλλων επιστημών και τεχνών, όπως της πολιτικής οικονομίας και της άσκησης κοινωνικής πολιτικής. Όταν η οικογένεια είναι βέβαιο ότι δεν είναι εφικτή υπό κοινή στέγη, οι διαφορές πρέπει να λύνονται με όσο το δυνατόν λιγότερες δικαστικές πράξεις, τεκμηριωμένες και διασφαλισμένες. Εκεί χρειάζονται τα επαγγέλματα σε πολύ συγκεκριμένη έκταση. Για να γίνει αυτό πρέπει η πολιτεία να βάζει όριο και να αναλαμβάνει την ευθύνη που δικαιούται, προκειμένου το παιδί να εξασφαλίζεται ότι θα γίνει ένας πλήρης και δημιουργικός πολίτης. Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να επιτρέπει να αλωνίζονται τα κοινωνικά ζητήματα από την διάθεση για οικονομισμό, να θεσμοθετεί την υπερπαραγωγή δικαστικών και ψυχολογικών υποθέσεων. Κάτι τέτοιο αποτελεί απαράδεκτη εμπορευματοποίηση του κοινωνικού ζητήματος και εν προκειμένω του κύριου υποκειμένου του, δηλαδή του παιδιού.


Ποιος φοβάται την αληθινή συνεπιμέλεια;

Είναι προφανές ότι υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις και ερμηνείες της λέξης/όρου συνεπιμέλεια. Η σκοπιά της νεοφιλελεύθερης και νεοδεξιάς οπτικής θέτει στο κέντρο της νοηματοδότησης: α) τον χειρισμό του παιδιού σαν κοινού «αποκτήματος» μίας σχέσης που μετά τον χωρισμό πρέπει να βρεθεί τρόπος να διαιρεθεί η ψυχή και το σώμα του, η ύπαρξη του ολόκληρη, μεταξύ των δύο νομικών προσωπικοτήτων εν είδει «δικαιούχων», β) τον τόπο και τον χώρο ύπαρξης του παιδιού σε συνάρτηση με τον χρόνο συνύπαρξης με τους γονείς του, αδιαφορώντας για την ουσιαστική, συναισθηματική και νοητική διαδικασία στις σχέσεις γονιών παιδιού, γ) το χρήμα που αφορά στα δικαιώματα του παιδιού ως διατροφή, με εργαλειοποίηση του χρόνου με απώτερο σκοπό την αφαίρεση οφειλόμενων ποσών από τον υπόχρεο.


Από την άλλη πλευρά, υπάρχει η δημοκρατική οπτική. Παρατίθεται χωρίς ιδεολογική ταύτιση με όσες και όσους την υποστηρίζουν, αλλά με «αποχρώσεις» και διαχωριστικές διαφοροποιήσεις όπως κατατίθενται από φιλελεύθερους/-ες δημοκράτες/-ισσες, μέχρι κομμουνιστές/-τριες. Ωστόσο, απαρέγκλιτα εστιάζει στην ουσιαστική έννοια της συνεπιμέλειας ως από κοινού συνεννόησης για ίση συμμετοχή στο σύνολο της ανατροφής του παιδιού και όχι στην «ισοφάνεια» σε κάθε μικρό μέρος της σπουδαίας και πολυεπίπεδης διαδικασίας. Στοχεύει στις ενέργειες που θα πρέπει να γίνονται, ώστε να έχουν τη δυνατότητα οι γονείς, κατά τη διάρκεια της συμβίωσης, μετά το γάμο ή υπό την οποιουδήποτε είδους σχέση, να μπορούν να υποστηρίζουν αλληλοσυμπληρούμενοι την ισορροπημένη ανατροφή και πολύπλευρη ανάπτυξη και ψυχική υγεία του παιδιού τους. Όχι με βάση τον εγωτισμό τους και την ανάγκη για άσκηση εξουσίας και ελέγχου, αλλά με βάση τις καλύτερες προϋποθέσεις και τις αντικειμενικές συνθήκες της σύγχρονης ζωής.

Για το isotita.eu
Κώστας Δραγάτης


————————————
Υ.Γ.: Τα τελευταία σχεδόν 10 χρόνια έχω παρακολουθήσει τις δραστηριότητες μίας σχολικής κοινότητας σε μία μεσοαστική γειτονιά της Αθήνας. Από την νηπιακή ηλικία μέχρι το Γυμνάσιο. Τόσο για την τακτική ενημέρωση από τους δασκάλους και καθηγητές, όσο και στις σχολικές εορτές και αθλητικές εκδηλώσεις, οι άνδρες που περιμένουμε στην ουρά ή παρακολουθούμε στις εξέδρες είμαστε τέσσερεις ανά 20 γυναίκες και οι δύο από εμάς είναι συνταξιούχοι (δλδ μετέχουν με την ιδιότητα του παππού, και μάλιστα του πατέρα από την πλευρά της μαμάς του παιδιού) .
Διερωτώμαι τι χρειάζεται η νομοθέτηση για «υποχρεωτική συνεπιμέλεια» ή για «υποχρεωτικό ίσο χρόνο», προκειμένου να συνεπιμελείται με διάθεση χρόνου κανείς σε τέτοιες υποθέσεις που αποτελούν – με την υπάρχουσα νομοθεσία – αναφαίρετα κοινά δικαιώματα γονικής μέριμνας;